διασκοπώ

διασκοπώ
διασκοπῶ (-έω) (Α)
1. εξετάζω προσεκτικά, παρατηρώ ή κοιτάζω κάτι από κάθε πλευρά του
2. στρέφω το βλέμμα μου προς όλες τις κατευθύνσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασκοπῶ — διασκοπέω look at in different ways pres subj act 1st sg (attic epic doric) διασκοπέω look at in different ways pres ind act 1st sg (attic epic doric) διασκοπέω look at in different ways pres subj act 1st sg (attic epic doric) διασκοπέω look at… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάσκοπος — ἀδιάσκοπος, ον (Μ) [διασκοπῶ] αυτός που δεν εξετάστηκε προσεκτικά, ασαφής …   Dictionary of Greek

  • αδιασκόπητος — ἀδιασκόπητος, ον (Μ) [διασκοπῶ] αυτός που δεν παρατηρήθηκε με προσοχή, που δεν εξετάστηκε …   Dictionary of Greek

  • επιδιασκοπώ — ἐπιδιασκοπῶ, έω (Α) [διασκοπώ] σκέπτομαι περαιτέρω …   Dictionary of Greek

  • επιδιασκόπιο — το προβολέας για εικόνες διαφανών και αδιαφανών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο. Μεταφορά στα Ελλ. του ξεν. όρου epi dia scope < επί + δια σκόπιο (< διασκοπώ)] …   Dictionary of Greek

  • προδιασκοπώ — έω, Α προδιασκέπτομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασκοπῶ «παρατηρώ, εξετάζω, μελετώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιασκοπώ — έω, ΜΑ εξετάζω προσεκτικά κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διασκοπῶ «εξετάζω προσεκτικά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”